κοιμήσης

κοιμήσης
ο [κοίμηση]
1. διανοητικώς νωθρός
2. οκνηρός, βραδυκίνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κοίμησης της Θεοτόκου, μονή — Ονομασία 33 μοναστηριών. 1. Αγνούντος. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Αργολίδος. Βλ. λ. Αγνούντος, μονή. 2. Ανθηρού. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Καρδίτσης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και… …   Dictionary of Greek

  • Κοιμήσης, Μιλτιάδης — (Αμφιλοχία 1878 – Αθήνα 1935). Υποστράτηγος. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους, στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία ως επιτελάρχης της 7ης μεραρχίας. Το 1922 διετέλεσε μέλος της επαναστατικής επιτροπής. Υπηρέτησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Μαντινείας και Κυνουρίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Τρίπολη. Στην δικαιοδοσία της υπάγονται 152 ενοριακοί ναοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιοχές Τρίπολης, Βαλτετσίου, Ορχομενού, Κορυθίου Τεγέας, Κεντρικής …   Dictionary of Greek

  • Μεσσηνίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα την Καλαμάτα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 223 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 188 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις… …   Dictionary of Greek

  • Καλαμπάκα — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 240 μ., 7.392 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο κέντρο του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης των Τρικάλων, στους πρόποδες των Μετεώρων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου και έως το 1997 της ομώνυμης επαρχίας. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Γυθείου και Οιτύλου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα το Γύθειο, στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται 110 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 57 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί περιφερειακοί επίτροποι στις περιφέρειες… …   Dictionary of Greek

  • Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… …   Dictionary of Greek

  • Ηλείας και Ωλένης, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τον Πύργο.Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι παρακάτω αρχιερατικοί επίτροποι: Πύργου, Αμαλιάδας, Πηνείας, Γαστούνης Βαρθολομιού, Λεχαινών, Βάρδας, Ωλένης, Αρχαίας Ολυμπίας και Λάμπειας. Στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”